P. Lond. 3 ⇧
Vgl. E. Wipszycka, J.Jur.P. 16-17 (1971), S. 111, Anm. 8.
κερ(άτια) εἴκοσει ἕνα εὔστ(α)θ(μα) ζυγ(ῷ) ἰ(διωτικῷ), γί(νεται) χρ(υσ)οῦ νο(μισμάτια) ῑγ̄ κ(εράτια) κ̄ᾱ ε̣ὔ̣σ̣τ̣(α)θ(μα) [ζυγ(ῷ)] ἰ̣(διωτικῷ) | μ̣ό(να) κτλ. Bell, briefl., laut Orig.
1
μαγί[στ(ρος)] τῷ κ.τ.λ. → μαγ(ίστερ) † τῷ κ.τ.λ., P.J. Sijpesteijn, Aeg. 71 (1991), S. 45 (am Original).
2
ζυγ(ῷ) ἰ(διωτικῷ) → ζυγ(ῷ) μ(όνα) und am Ende [ζυγ(ῷ)] ἰ(διωτικῷ) (B.L. 1, S. 293) → [ζυγ](ῷ), P.J. Sijpesteijn, Aeg. 71 (1991), S. 45.
3
μαγίστ[(ρος)] ἔχει → μαγ(ίστερ) στο̣ι̣χεῖ (viell. στε̣χει Pap.), P.J. Sijpesteijn, Aeg. 71 (1991), S. 45 und Anm. 11.