ζυγ(ῷ) ἰ(διωτικῷ) → ζυγ(ῷ) μ(όνα) und am Ende [ζυγ(ῷ)] ἰ(διωτικῷ) (B.L. 1, S. 293) → [ζυγ](ῷ), P.J. Sijpesteijn, Aeg. 71 (1991), S. 45.