κερ(άτια) εἴκοσει ἕνα εὔστ(α)θ(μα) ζυγ(ῷ) ἰ(διωτικῷ), γί(νεται) χρ(υσ)οῦ νο(μισμάτια) ῑγ̄ κ(εράτια) κ̄ᾱ ε̣ὔ̣σ̣τ̣(α)θ(μα) [ζυγ(ῷ)] ἰ̣(διωτικῷ) | μ̣ό(να) κτλ. Bell, briefl., laut Orig.