P. Oxy. 8 ⇧
2
᾽Απολ(λώνιος) ἐπ(ικαλούμενος) ῾Ωρίω(ν) ᾽Απολ(λωνίου) ἐξη(γητεύσας) → ᾽Απολ(λώνιος) ἀπ(οσυσταθεὶς) ῾Ωρίω(νος) ᾽Απολ(λωνίου) ἐξη(γητεύσαντος), P. Hamb. 4, S. 261, Anm. 163 (nach einem Photo).
10
Σενεμ̣ελε(ύ) → Σενεκελε(ύ), P. Pruneti, I centri abitati dell’Ossirinchite S. 165 (am Original geprüft von R.A. Coles). Vgl. P. Oxy. 48, S. XVI.
23
L. καταπεπτω(κέναι), abhängig von σημανθείσας Z. 19/20, G. Plaumann, Idioslogos S. 25.