᾽Απολ(λώνιος) ἐπ(ικαλούμενος) ῾Ωρίω(ν) ᾽Απολ(λωνίου) ἐξη(γητεύσας) → ᾽Απολ(λώνιος) ἀπ(οσυσταθεὶς) ῾Ωρίω(νος) ᾽Απολ(λωνίου) ἐξη(γητεύσαντος), P. Hamb. 4, S. 261, Anm. 163 (nach einem Photo).