O. Wilcken 2 ⇧
L. δραχ(μήν).
1 f.
L. Κασιανὸς|2 [πράκ(τορες) ἀρ]γ(υρικῶν) Πασήμιο(ς) πρ̣(εσβυτέρου) Παπύσ] 3 [τιος] μη(τρὸς) Σενα̣μ̣ο̣(ύνιος) (?) usw.
3
Σενα̣μ̣ο̣(ύνιος) (?) (B.L. 2.1) → viell. Σεν[φαήρ(ιος)] (am Original und vgl. O. Wilcken 2. 588, 4), B. Boyaval, briefl.
9
Κασιαν[ὸς δι(ὰ) Λου(κᾶτος)] υ̣ἱ̣ο̣ῦ̣ σ̣(εσ)η(μείωμαι), P. J. Sijpesteijn, O.M.R.O. 45 (1964), S. 70.