P. Oxy. 6 ⇧
῎Εγλ̣η̣μ̣(ψις) ἐκ γραφῆς ὑπολόγου ιη (ἔτους) Κομόδου ᾽ισείου Παγγᾶ, ᾽αρχεπόλιδος κλήρου. Μεθ᾽ (ἕτερα) · Καὶ τῶν συνχωρουμένων εἰς πρᾶσιν οὐκ ἔλασσον διπλῆς τιμῆς· μεθ᾽ (ἕτερα) · ῎αμμου κτλ. Pr.
V
μ̣εθ᾽ (ἔτερα) (B.L. 1, S. 330) → viell. eine Form von μεθίστασθαι, D. Bonneau, B.A.S.P. 16 (1979), S. 19, Anm. 17.