P. Grenf. 2 ⇧
κατοίκ(ων) τῆς Αἰ[γύπτου] | συντακ(τικῶι) χ(αίρειν). Νείλο(υ) τοῦ Διδύμου . . . κ . [. .]κ( ) .. [ ] | Πτολεμαῖο(ς) Πτολεμαίο(υ) τῆς β (= ήμισείας) τῶν ρ (ἀρουρῶν)(?) π [ε] ρ̣ [ὶ μ ὲ ν ἄρουραν ] | κτλ. W., A III 122. W., A I 126. Lesquier, Instit. mil. 270. W., A III 112, ergänzt ἀρτάβην statt ἄρο.υραν, doch wird ἄρουραν richtig sein (Pr.).
1
Am Ende zu erg.: Αἰ[γύπτου τῷ τῆς ῾Ηρακλ(είδου) μερίδ(ος)] (vgl. B.L. 1, S. 187), L.C. Youtie, Z.P.E. 40 (1980), S. 78.
3
τῆς β τῶν (ἑκατονταρούρων), β nicht = (ἡμισείας) wie in B. L. 1 S. 187, sondern Zahlwort, P. Tebt. 3 1. 815 fr. 2 v. 32.