κατοίκ(ων) τῆς Αἰ[γύπτου] | συντακ(τικῶι) χ(αίρειν). Νείλο(υ) τοῦ Διδύμου . . . κ . [. .]κ( ) .. [ ] | Πτολεμαῖο(ς) Πτολεμαίο(υ) τῆς β (= ήμισείας) τῶν ρ (ἀρουρῶν)(?) π [ε] ρ̣ [ὶ μ ὲ ν ἄρουραν ] | κτλ. W., A III 122. W., A I 126. Lesquier, Instit. mil. 270. W., A III 112, ergänzt ἀρτάβην statt ἄρο.υραν, doch wird ἄρουραν richtig sein (Pr.).