P. Harr. 1 ⇧
1f.
[Θ]ηγένιος τῷ κυρίῷ μου [ἀδελφῷ ᾽Α]εῖτ[ι πλε] ῖσ[τα], Karl Fr. W. Schmidt, Philol. Wochenschr. 59 (1939), S. 127.
1
[Θ]ηγέν̣ι̣ος (B.L. 3, S. 81) → .ηγέτ̣ι̣ος (= Β̣ηγέτ̣ι̣ος, Μ̣ηγέτ̣ι̣ος oder ῾Ρ̣ηγέτ̣ι̣ος), N. Gonis, Z.P.E. 123 (1998), S. 182 (am Original).
2
[ἀδελφῷ ᾽Α]εῖτ[ι πλε]ῖσ[τα] (B.L. 3, S. 81) → Λ̣α̣ο̣δ̣[ι]κ̣εῖ π[λε]ῖστ̣α, N. Gonis, Z.P.E. 123 (1998), S. 182 (am Original).
V
→ Λ]αοδικεῖ (Zeichnung) .ηγέτιος (= Β̣ηγέτιος, Μ̣ηγέτιος oder ῾Ρ̣ηγέτιος), N. Gonis, Z.P.E. 123 (1998), S. 182.