P. Lond. 3 ⇧
Siehe die Ber. zu P. Lond. 2. 349.
διέγ(ραψεν) Καλαβάλεις (lies Καλαβάλει) Σώτου κτλ. Pr. (vgl. den Namen Καταβᾶλις in Teb. II 333, 6).
5
Καλαβάλεις (l. Καλαβάλει) (B.L. 1) → Καλαβέλεις (l. Καλαβέλει), D.H. Samuel, Z.P.E. 16 (1975), S. 247.
22-30
Vollst. Ausg., D.H. Samuel, Z.P.E. 16 (1975), S. 248: – ιβ. (γίνεται) (δρ.) η – ιβ Π[αχὼ]ν λ´ | ὁμοίως ἄ[λλ(ας)] δ̣ρ[αχμὰ]ς | ὠκτὼ – ιβ (γίνεται) (δρ.) η̣[ – ιβ] ἀρίθ(μησις) | Παῦνι ὁμ̣οίω[ς ᾽Ορσ]ενού | φεις ἄλλ (ας) δραχμὰς δέκα (γίνεται) (δρ.) ι. | ἀρίθ(μησις) ᾽Εφίπ ὁμοίως ὁ αὐτ(ὸς) | ὑπὲρ λη[μ]μά[των] τῆς κώ(μης) τοῦ | ιθ (ἔτους) δραχμὰς ὠκτὼ – ιβ | (γίνεται) (δρ.) η – ιβ