P. I.F.A.O. 1 ⇧
8
Δισειερωι → Δι<ὸ> ς εἱερῶι (l. ἱερῶι für ἱεροῦ), Th. Ihnken, Z.P.E. 36 (1979), S. 87.
18
Erg. viell. εἰς κ[ώμην] Θ̣ε̣ο̣γ̣[ο]ν̣ί̣δα̣, τοῦ κτλ. (vgl. S.B. 10. 10535, 22-24), G.M. Browne, Z.P.E. 9 (1972), S. 193.
25-26
Zu erg. πάσης δί̣σ̣ης̣, τὸν δὲ Α̣[ἰγ]ύπτ[ι]ο̣ν [κά]λαμον̣ ἐξ [ἐπικοπῆς, ο]ὔ̣σ̣ης τ[ῆς] | πράξεως κτλ. (vgl. S.B. 10. 10535, 26 f. u. 10536, 17-19), G.M. Browne, Z.P.E. 9 (1972), S. 194.