B.G.U. 2 ⇧
Neudr. Wilcken, Chrestom. I 220.
8
Διόσκορος Τεβούλ(ου) τοῦ Τεβούλ(ου) μη(τρὸς) Βερνίκ(ης) τῆς Τεβούλ(ου) | κτλ. Pr. (nach Chrestom. I 399, 16).
17
βασιλικοῦ γρ(αμματέως) ̣[ ̣ ̣] ̣ → βασιλικοῦ γρ(αμματέως) ε̣ἰ̣[ς τό], Wilcken, Chrest. 220.
II 7
διπυργία (Wilcken, Chrest. 220) → διπυργία(ς) oder διπυργία<ς>, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 57 (1984), S. 119, Anm. 2.