P. Grenf. 1 ⇧
τοῦτο τὸ ἔγ<γ>ραφο(ν)(?) ᾽Απὸ χτλ. Nachher: Ψινθέω π (ε ρ ι) χ ύ (του). ᾽Επειδὴ ἐξ | κτλ. W., A III 121. W., A III 122. W., A III 121: χυπ/
1
Ψινθἑω: wohl Dorfsname, J.M. Diethart, Pros.Ars. 1, Nr. 2548, Anm. 357 (aber vgl. B.L. 1, S. 185).
3
λοιποῦ μηδέναλόγον ἔχω κτλ. Hunt, P. Grenf. II S. 217. Wessely, W. kl. Phil. (1896), 1142.
4
σούς, ἀ̣ λ (λ)᾽(?) εἰ καὶ σημβῆ | ἀπαιτηθῆναί σε, δπερ ἀπείη·ζημίαν ἐλευθέρας ήμᾶς εἷναι ἐκ τοῖς τοιαύτης ἐνοχῆς ʃ (=χαὶ) | δτι μὲν κτλ. W., A III 121.
7
ἤ τει ʃ λεύεις (= εἴ τι καιλεύεις = κελεύεις ). Witkowski, GgA. 1897, 476. W., A III 122. Wessely, W. kl. Phil. (1896), 1142.