S.B. 14 ⇧
4
[῾Ηρακλᾶτος τοῦ υἱοῦ] → [τοῦ ἑαυτῆς υἱοῦ ῾Ηρακλᾶ (kurzer Genitiv)], P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 55 (1984), S. 159.
15-16
καθάπερ | [ἐκ δίκης καὶ] ἐπ(ερωτηθέντες) ὡμολόγ(ησαν). (2. Hd.) Ἡρακλᾶς Ἡρακλᾶ(τος) → καθάπερ | [ἐκ δίκ]η̣ς̣. ὑπογρ(αφεὺς) Ἡρακλᾶς Ἡρακλᾶ (nach einem Negativ), Ch. Armoni – Th. Kruse, Z.P.E. 140 (2002), S. 170.