καθάπερ | [ἐκ δίκης καὶ] ἐπ(ερωτηθέντες) ὡμολόγ(ησαν). (2. Hd.) Ἡρακλᾶς Ἡρακλᾶ(τος) → καθάπερ | [ἐκ δίκ]η̣ς̣. ὑπογρ(αφεὺς) Ἡρακλᾶς Ἡρακλᾶ (nach einem Negativ), Ch. Armoni – Th. Kruse, Z.P.E. 140 (2002), S. 170.