P. Got. ⇧
14f.
L. μέρο̣ς̣ ἕ̣κ̣τ̣[ο]ν φο̣ιν[ικῶνος] |15 ἐκκεκομ<μ>ένου περὶ [ ]ψωνιν, Schubart, Gnomon 6 (1930), S. 610.
17f.
L. (ἄρουραι) βdη᾽ [ἀ]π᾽ ἀγρ[ώστε] |18 ως, ἀξιῶ τὴν μετάθε[σιν καὶ] |19 εἴσπραξιν, Schubart, Gnomon 6 (1930), S. 610.
20f.
L. κ[αὶ μὴ?] |21 γενέσθαι ἀπὸ τοῦ [ὀ]ν̣[όματός] |22 μου ὡ[ς κα]θήκ̣ε̣ι̣, Schubart, Gnomon 6 (1930), S. 610.
8/9
L. etwa χ[ειρι]|9 σ̣τ̣ο̣ῦ [τ]ῆ̣ς δι̣[οικ]ή̣[σεως(?) Schubart, Gnomon 6 (1930), S. 610.