P. Grenf. 1 ⇧
Ἁρπο|κρα[τί]ων καὶ (μέτοχοι) ἐξηγ(ητεύσας) δι(ὰ) κληρ(ονόμου) | Κάστ̣ο̣ρος ἀπαιτη(ταὶ) διδρ(άχμου) | γερδίω̣ν̣(?). Διέγρ(αψε) Φιλοξᾶς γυ|μνασι(αρχήσας) δι(ὰ) Διογένους κωμ(ογραμματέως) | Τάν̣[ε]ως καὶ Φιλαδελφ(ίας) κτλ. W., A III 120. Pr. Pr. W., A III 120.
etwa: Αὐρή(λιος) Ἁρπο|κρα[τί]ων καὶ (ὡς χρηματίζει) ἐξηγ(ητεύσας) κτλ. ? Örtel, Liturgie S. 206 Anm. 1.
4
δι(ὰ) κληρ(ονόμου) (B.L. 1, S. 182-183) → δι(άδοχος) κληρ(ονόμος), K. A. Worp bei B. Palme, ᾽Απαιτητής S. 243-244, Anm. 126.
6
Die Lesung γερδίω̣ν̣ (?) (B.L. 1, S. 183) wird abgelehn (nach einem Mikrofilm), B. Palme, ᾽Απαιτητής S. 243-244, Anm. 126.
7
κωμ(ογραμματέως) (B.L. 1) → κω (μάρχου) (ed. princ.), J.D. Thomas, Z.P.E. 19 (1975), S. 114, Anm. 22.