P. Lond. 3 ⇧
a 2
π̣ομ̣( ) (l. viell. ποιμ(ένι)) → π̣ομ̣(αρί)τ(η̣) (l. πωμαρίτη̣) und δωδεκ[ά]τ̣[ης] → δωδε̣κὰτη̣ς (nach einem Photo), J. Gascou, Travaux et Mémoires 9 (1985), S. 76.
a 3
χωρ̣(ὶς) παραφ̣[αιρέσεως (?) → χωρ(ὶς) παραμ(υθίας), J. Gascou, Travaux et Mémoires 9 (1985), S. 76.