P. Bodl. 1 ⇧
1
[± 6 ]σ̣αν προ(νοηταὶ) κύρα<ς> Βικτο̣ρίνη<ς> → [† δέδωκεν (o.ä.) ἡ] λαμπρο(τάτη) κῦρα Βικτο̣ρίνη, F. Mitthof, Tyche 13 (1998), S. 267 (nach dem Photo).
3
σ̣ου̣βαδιού̣βα̣ις̣ συνηθ(ειῶν) → σ̣ου̣βαδιού̣β(αις) (ὑπὲρ) συνηθ(είας), F. Mitthof, Tyche 13 (1998), S. 267.