Editionen in
HGV 37870

P. Oxy. 16

6
προειρημένος ἀνήρ → προειρημένος καθοσιωμένος (l. καθωσιωμένος) ἀνήρ (am Original), T.M. Hickey, Z.P.E. 123 (1998), S. 161.