Stud.Pal. 17 ⇧
passim
τρ(απέζης) → τρ(άπεζα) und bezeichnet die örtliche Bank, R. Bogaert, Z.P.E. 79 (1989), S. 210 und 207-226.
51
με(τρήματος) . . Σεβαστ(οῦ) → με(μετρημέναι) μη(νὶ)Σεβαστ(ῷ), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 40 (1980), S. 131, Anm. 4 (zu P. Lond. 2. 193).