(ὑπὲρ) α θέμ(ατος) (ὑπὲρ) . ο . μέρο(υς) (B.L. 8, S. 450) → (ὑπὲρ) α θέμ(ατος) τοῦ γ̣´ μέρου(ς) (wie ed.pr.), C.P.R. 22, S. 57 (am Original).