προσκαρ|τερ[- - -]ν σην ε̣μο[- -]. του | λαμ̣[- - -]. ω[- - -]ει̣ο → προσκαρ|τερήσειν αὐτὴν σὺν ἐμοὶ τῷ τοῦ | λαμ[προτάτου] ἡ̣μῶ̣[ν ἡγεμ]ό̣νος, D. Hagedorn, Z.P.E. 152 (2005), S. 182.