ἐνέτυχον καὶ̣ ̣ ̣ ̣[ : erg. ἐνέτυχον καὶ [τῷ δεῖνι διαδεχομένῳ τὰ μέρη] τῆς ἐπιστρατηγίας oder ἐνέτυχον καὶ [τῷ δεῖνι τῷ κρατίστῳ ἐπιστρατήγῳ τῆσδε] τῆς ἐπιστρατηγίας, falsch wiedergegeben in B.L. 8, S. 264, J.D. Thomas, Z.P.E. 146 (2004), S. 180, Anm. 11.