βιβραδ(ικόν) → βιβράδ(ων), eine Variante von βεμβρά-δων; ἀνεμούρ(ιον) βιβράδ(ων): „ein Anemourionfaß von Sprotten“, N. Kruit - K.A. Worp, M.B.A.H. 21.2 (2002), S. 44-45.