ἡ συν|τεθεῖσα ἀκολουθ(εῖ) → ἡ συν|τεθεῖσα (l. τὴν συντεθεῖσαν) ἀκολούθ(ως), D. Hagedorn, Z.P.E. 136 (2001), S. 148.