εἰς συγγραφ[ήν - - -] → [- - - ὠ]νή (B.L. 1, S. 346) → ἐπ̣ὶ̣ συγγραφ[ῆς] (oder συγγραφῆ̣[ς]) | [ὁμολογίας (o.ä.) Ζηνοδώρου πρὸς Σωσιφά]νη (l. -φάνην) (nach dem Photo), P. Heid. 8, S. 87, Anm. 1 und S. 102, Anm. 27.