καὶ ⟦και⟧ θύρα<ν>. σήμερον ἤνυται → καὶ ἡ̣ θύρα σήμερον ἤνυ<κ>ται (l. ἤνοικται) (nach dem Photo), D. Hagedorn, Z.P.E. 142 (2003), S. 143-144.