κ(υρίᾳ) or κυ̣ρ̣(ίᾳ)(?) Ἡραεῖ BL 13.262 : κληρόσι (l. κληρώσει) ed.pr. → Κα̣λ̣ηρ̣όει (l. Καλλιρόῃ), C. Balamoshev (from photo)