ἐλ(αίου) ξ(έστας) δ, (γίνονται) τέσσαλας → ἐλ(αίου) ξ(έστας) δ , τέσσ(ερας) ἥμει(συ) (oder ἥμει[συ] l. ἥμισυ), J.-L. Fournet, Z.P.E. 142 (2003), S. 194.