ὑπεσχ(ισμένον) γεώργ(ιον) ἐπὶ (πεντα)(δραχμίᾳ) ἀπὸ ἐνεστ̣ῶ(τος) <. (ἔτους)> → ὑπέσχ(ετο) γεωργ(εῖν) (oder γεωργ(ῆσαι)) ἐπὶ (πεντα)(ετίαν) ἀπὸ <τοῦ> ἐνεστ̣ῶ(τος) <. (ἔτους)>