→ [(γίνεται) τὰ προκείμ(ενα) ῑ. Τ]ο̣ σούτων σχ̣ ο̣ ι̣[νίω]ν̣ἡ̣[δ]ι̣|άμετ<ρ>ος ἐσ̣ τί. [᾽Απόδει̣ ξις πόσ]ας (unter Ablehnung von μέρισον)