τῇ (ἀρούρᾳ) ᾱ ν̊ χ̣ρ̣/ [∟γ] | ὡς ν(ομιτεύεται) → τῇ ᾽Ιτα(λικῇ sc. λίτρᾳ?), (γίνεται) νο(μισμάτιον) γ′ | ὡς ν(ομι-τεύεται) (καί), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 24 (1977), S. 104.