| ύ(πὲρ) ἀνν(ωνῶν) [τ]ῶν γενναιω(τάτων) Νουμ(ιτῶν) <δ(ιὰ)> Λε̣ο«υ»ντίο(υ) κ(α θωσιωμένου) ὀπ(τίωνος)(?) νο(μίσματα) κτλ. Vgl B. L. S. 106. Bell, briefl., laut Lichtbild. Bell, briefl.