κεράτια ὄβρυζα τέσσαρες | (γίνεται) (κεράτια) δ μό(να) → Κε̣ρέκου δ(ιὰ) ᾽Ιωσ(ῆφ) ᾽Ιωάν(νου) κερ(άτια) ἑπ̣τ̣ά̣, | (γίνεται) ζ μό(να), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 108 (1995), S. 196.