ἔχ̣[ει καὶ τὴν(?)] | ταγὴν λάβωσ̣ιν τοῦ ἁ̣[λιεύειν(?) ἡμε]|-ρησίως κτλ. Hunt, P. Oxy. VIII 1139,3 Anm. (= Futter). Vitelli briefl., laut Orig.