ζ̣ πορφύρα (πορφυρίς um Index) ᾽Αλεξανδρίνα ἐ̣ξί|τρα (l. ἐξίτηλα) τέσσαρες → . πορφύρα(ς) ᾽Αλεξανδρίνα<ς> λει|τρα (l. λίτραι) τέσσαρες (am Original), Th. Christensen - N. Litinas, briefl. (gegen K.A. Worp, M.B.A.H. 16.1 (1997), S. 57, Anm. 1).