(ὡς) (ετῶν) → ὡ(ς) (ἐτῶν) und δεξιῶι. Σάτυρος .... ( ) (vgl. B.L. 7, S. 214) → δεξι(ῷ). ῾Ηρᾶς ῾Ηρᾶ τοῦ κ̣(αί), P.J. Sijpesteijn, Aeg. 66 (1986), S. 152 und Anm. 19.