γ̣ενητινστω Και(σάρων) → γενητὶς (l. γενηθείς) τῷ κ (ἔτει) (179/180 n.Chr.), G. Botti, siehe B.L. 6 S. 126; oder τῷ β (ἔτει) (161/162 n.Chr.) (nach dem Photo), N. Kruit.