ἀναισχύν|του<ς> ἐραστῶν δο̣[λ] είων(?) (= δολίων). | κτλ. W., A III 117. P. Oxy. V S. 314. Crönert, Stud. Pal. IV S. 92, schlägt vor: διαπομπὰς ἀναισχύντου. ᾽Ερας τῶν δα̣[ν]είων;