μελί(χρως) ὑπόκλαστ̣ω̣ς (= ὑπόκλαστος) ἀναφάλανθος πλατυπρόσωπος εὐθύρ[ιν] | [ ὀ]φθαλμοῖς, ὦς (= οὖς) δεξιὸν τετρημένος, οὐλὴ κτλ. Blass, Lit. Zentralbl. 1899, 131. G.-H., Class. Rev. 1898, 434.