Μῆ(να) κατ(ὰ) μ(ῆνα) χοια̣κ̣[ → μη(νῶν) β ῾Α̣θ<ὺ>ρ (καὶ) Χοιάκ [ (am Original), J. Gascou in Ρ. Oxy. 55. 3797, Anm. zu Z. 9.