ἐν | [κώμῃ] Σοκ[ν]οπαίου Νήσου → ἐν | [τῇ] Σοκ[ν]οπαίου Νήσου (l. Νήσῳ), F. Mitthof, Z.P.E. 133 (2000), S. 196 (nach dem Photo).