ὁ | [ὠνο]ύ̣μενος (l. του ὠνουμένου) → ῾Ο ὠ|[νο]ύ̣μενος (Nominativ in neuem Satz), G. Messeri, Archiv 29 (1983), S. 34, Anm. 5 und S. 35, Anm. 5.