μετόχ(ων) πρακ(τόρων) ῾Ηρακλ̣ί̣α̣[ς] | ἀριθμ(ητικοῦ) κατύκων (= κατοίκων) «κ̣αὶ» (δραχμὰς) δέκα ἓξ κ[αὶ ὑπὲρ] | εἰδῶν καὶ γεωμετρίας δραχμὰς θ̣ [ ]|σείου Παρά̣μ̣ο̣νο̣ς καὶ Κεφά̣λ̣ω̣ν πο .. [ ]|σ.. (πυροῦ) δ̣ Πανεφρύμις μου ναυβίο̣υ̣ κατ[ο(ίκων) . .] | προσ(διαγραφόμενα) λ, κολ(λύβου) ι, συμ(βολικά). Τρύφω(ν) συνέσχ(ον) κτλ. Bell briefl., laut Orig. W., A I 147. Pr. Johnson durch Grenfell, briefl. Grenfell n. Hunt, briefl., laut Orig. zustimmend Bell, briefl., laut Orig. Örtel, briefl. G.-H., Class. Rev. 1898, 435.