→ ο̣ὐλ(ὴ) μήλ(ῳ) [ἀρ]ι̣[σ]τ̣[ερῷ ταῖς δυσὶ] ἀπέχειν παρ᾽ α[ὐ]τῶν τὸν ὁμ[ο]λογοῦντα τὸ [ἐπιβάλλον], C.P.R. 6, S. 110.