ἀπαι̣τοῦν̣τός μου τὸ χρεωστῖ μου | χρέως (= ὃ χρεωστεῖ μοι χρέως) κτλ. Crönert, Class. Rev. 1903, 197. Zereteli, Byz. Zschr. 1901, 300.