[χρόνον ἔτη δύο ἀπὸ νεομηνίας τοῦ ὄντος μηνὸς Ἐπεὶφ τοῦ Zahl ἔτους ἐφ᾿ ᾧ] Spuren δύο καὶ π̣α̣ρ̣έ̣ξε̣|[σθαί σοι αὐτήν (S.B. 24. 16320) → - - - χρόνο]ν ἔτων δύο καὶ αὐ̣τ̣̣ήν̣ σ̣ο̣ι̣ | [παρέξεσθαι? (am Original), K.A. Worp (am Original zugestimmt von R.S. Bagnall).