κατὰ | Πο̣ὰ̣ν θησαυρο̣ῦ̣ τοῦ μεγάλου χώ|ματος, οὕ ἐξε[ίληφεν] Ποσειδώνιος | (hier abgebrochen). Petr. III 44, 2. Petr. III Seite XVI zu 44, 2.